- επισυρίζω
- ἐπισυρίζω (ΑΜΑ και ἐπισυρίσσω και ἐπισυρίττω) [συρίζω]κάνω σημάδι σφυρίζοντας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπισυρίζον — ἐπισυρίζω pres part act masc voc sg ἐπισυρίζω pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισυρίζοντα — ἐπισυρίζω pres part act neut nom/voc/acc pl ἐπισυρίζω pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισυρίζειν — ἐπισυρίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)